- σωματοποιήσαι
- σωματοποιήσαῑ , σωματοποιέωgive bodily existence toaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωματοποιῆσαι — σωματοποιέω give bodily existence to aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοποιώ — έω, ΜΑ 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ. β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
БАРСЕЛОНСКИЙ ПАПИРУС — (Pap. Barc. Inv. 154b 157b), часть большого смешанного папирусного кодекса, т.н. Codex miscellaneus (Pap. Barc. Inv. 126 181). Он включает тексты на лат. и греч. языках и состоит из 28 двойных листов (бифолиев), из к рых Б. п. занимает 4 (всего 7 … Православная энциклопедия